Ετικέτες

,

Του Κώστα Φωτόπουλου

Η πλατεία όπου ήταν οι Τουρκικοί Στρατώνες. Κτίσμα του Ρασήμ Πασιά, που κατασκευάστηκαν σε έξι μήνες το 1869 υπό την επίβλεψη του. Ήταν σπουδασμένος Μηχανικός στο Βερολίνο από τον πατέρα του Τούρκο πρώην Διοικητή Σάμου και μητέρα Χριστιανή, αφού εξώμωσε και από Βασίλης ονομάστηκε Ρασήμ. Μιλούσε θαυμάσια τα Ελληνικά και αρέσκονταν κατά τον π. Δήμαρχο Πυρσινέλλα, να επιδιώκει την συναναστροφή με Έλληνες και μάλιστα Αθηναίους. Οι τελευταίοι στρατώνες, του Ρασήμ Πασιά κατεδαφίστηκαν τον Μάη του 1962, που τώρα το ωραίο Πάρκο των στρατώνων, όπως εξακολουθεί να λέγεται, «Λιθαρίτσια».

Απ’ αυτή τη θέση μπορεί να απόλαυση κανείς την ανυπέρβλητη θέα προς τη Λίμνη, το Νησί, τον εύφορο κάμπο της Αρδομίστας, τα γύρω βουνά, Μιτσικέλι, Καστρίτσα, Δρίσκο, Μπιζάνι, όλον τον κάμπο της Ελλοπίας προς το Σπήλαιο, την εξωτική Παμβώτιδα με το πολύτιμο σμαράγδι της, το ιστορικό Νησί, πού το πλαισιώνει όλο πράσινος καλαμώνας με τα Βυζαντινά Μοναστήρια, και τα πυροβολεία του 1912-13.

Κι’ από Δυσμάς και Νότο τους ολοπράσινους λόφους των Μουζακαίων, όπου το περίφημο ιδιωτικό Μουσείο ομοιωμάτων του εξαιρετικού καλλιτέχνη Παύλου Βρέλλη. Αντικρίζεις επίσης όλο τον ορίζοντα και απολαμβάνεις το θέαμα της δύσης του ηλίου, όταν σβήνει πίσω από το λόφο Καστρί της Αρχαίας πόλεως Πασσαρώνας με τα ερειπωμένα κάστρα της γειτονιά προς την γενέθλια γη της Ολυμπιάδας μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τον καιρό του Αλή Πασιά ήταν τριγύρω η ομώνυμη συνοικία Λιθαρίτσια μέχρι της Αγίας Μαρίνας ή Τσικούρ Μαχαλά (αρχείο της οικογένειας Χαράλαμπου και Κωστάκη Άρεταίου). Εκεί στά πόδια των Λιθαριτσιών υπάρχει ο Ναός του Αγίου Στεφάνου, όπου το σημερινό Τσικούρ Τζιαμί, κτίσμα Βέλη, γιού του Αλή Πασιά, δίχως μιναρέ.

Το φρούριο Λιθαρίτσια, όπως προαναφέρουμε μέχρι τα τελευταία ήταν οι Τούρκικοι Στρατώνες με τον ισχυρό Πύργο (την Κούλια), άγνωστη η τοποθεσία του, από πελεκητή πέτρα ανεγέρθη από τον Αλή Πασιά το 1807-1808. Οι επάλξεις του ήταν εφοδιασμένες με κανόνια. Το κατώτερο μέρος αποτελούνταν από θολόσκεπα δωμάτια, ώστε να μπορεί να αντισταθεί στην πολιορκία, σε περίπτωση που θα καταστρέφονταν οι ψηλότερες οικοδομές των τειχών.

Εκεί, κατά τον Ληκ ο Αλής είχε χτίσει ωραίο παλάτι καθώς οι δύο γιοι του, ο Μουχτάρ και ο Βελής, «κατά το άκρον του προς μεσημβρίαν της πόλεως μεγάλου νεκροταφείου (όπου τώρα ο κήπος του ωρολογίου) και ουχί μακράν της Λιμναίας ακτής» (Σ. Αραβαντινού, Ίστορ. Αλή Πασιά, σελ. 294, 482).

Τώρα ήρθαν στο φως με τα έργα της Ε.Η.Μ. από τα όποια αποκαλύφθηκαν τα θολόσκεπα υπόγεια δωμάτια και μετετράπησαν σε ωραίες αίθουσες του ομώνυμου Κάστρου.
Κάστρο, Κούλια και Λιθαρίτσια ήταν οπλισμένα με 250 κανόνια.
Στο οχυρό αυτών των Λιθαριτσιών μνημονεύεται μία σκληρή μάχη, μεταξύ Σουλτανικών του Χουρσίτ (21 Μαΐου 1821 ήμερα Σάββατο) και των υπερασπιστών του οχυρού Γκέγκηδων και Άρβανιτάδων, που πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση με αρχηγό των Γκέγκηδων το Χαρίς Γιάσκα με Έλ-Κουμπαράδες (γρανάτες από πεύκα).
Τέτοιο ήταν το πείσμα, που παρέστεκαν και οι δύο Πασιάδες προσωπικά ο Χουρσίτ με τον Ισμαήλ Πασιά Πλιάσσα, ο πρώτος στο «μεκιάν» (κτίριο) του Τσικούρ Τζιαμί που προαναφέραμε, κι ο άλλος «κατά του Κατή τα σπίτια», όπως αναφέρει ο Ψαλίδας στην Ιστορία Πολιορκίας των Ιωαννίνων. (Άγγ. Παπακώστας, Ν. Κουβαράς 1962).
Ο άγνωστος μας στιχουργός περιγράφει ζωηρά την ηρωική άμυνα των Αρβανιτάδων και τις δελεαστικές προτάσεις του Χουρσίτ με τους παρακάτω στίχους:
«…Φορτώθηκαν φουσέκια 869
στα χέρια τα ντουφέκια 870
στα δόντια τα σπαθγιά
Εκεί ενταγιαντήσαν,
άξια πολέμησαν
γκέγκηδες και αρβανιτγιά
τρεις χιλιάδες σκοτώνουν 875
κι’ άλλους τόσους λαβώνουν,
πγιάνουν και ζωντανούς
δίχως να τους ψηφούνε,
τους Κονιάρους βαρούνε
όπου τους έχουν εχθρούς. 880
Και μέσα ε-κλεισμένοι
ολίγοι οι καημένοι,
εστάθηκαν πιστοί,
κι άξια πολέμησαν
και τους εχθρούς νικήσαν 885
πάνω σε μγιά στιγμή…». 886

Για το φρούριο των Λιθαριτζιών υπήρχε συνάμα και η ακόλουθη πληροφορία από τον σύγχρονο Κων. Διαμάντον Τζουκαλάν; (Ήπ. Χρονικά 1934) :
1389 «τ’ Αλή Πασια τ’ ασκέρι πόλεμον δεν βαστά
1390 έμβαίνουν δυο χιλιάδες τουτ’ οι βασιλικοί
και στιουν τα μπαϊράκια στα Λιθαρίτζια εκεί.,
Προφθάνει εκεί μιντάτι απ’ τον Αλή Πασιά
και κάνει των Χαλντούπων μεγάλη χαλασιά.
Σκοτώνουν επτακόσιους και τσ’ άλλους κυνηγούν
1395 και κόντεψαν στα αίμα περίσσιοι να πνίγουν.
Του έπιασαν και σκλάβους καμιά τρακοσαριά
τ’ Αλή Πασιά τους πήγαν τους έδωκε φλωριά
κι ευθύς τους απολνάει έξω για να εύγουν
1399 όλους τους Πασιάδες να τον ομολογούν…».

Τελικά όμως, περί τα τέλη Νοεμβρίου 1821 άνοιξαν με προδοσία οι πύλες των Λιθαριτζιών. Ο αρχηγός των Γκέγκηδων Χαρίς Γιάσκα, υπέκυψε στη γοητεία του αργυρίου, κι όπως λέει ο ποιητής:
«Τα Λιθαρίτζια πάρθηκαν κι η Κούλια η παινεμένη
το Κάστρο με τον Ούτζ-Καλέ τ’ Αλή Πασιά απομένει..».
(Σ. Αραβαντινού, Ιστορία Αλή Πασια, σ, 322).

Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Φωτόπουλου «Τα Γιάννινα»