Ετικέτες

, , ,

Του Δημήτρη Χατζή

Το σπίτι της αυτηνής της θειάς μας της Αγγελικής ήταν αγνάντια στην εκκλησιά του Αρχιμαντριού — οι δυο πόρτες, του περιβόλου της εκκλησίας κ’ η δική της, αντικριστές. Παλιό το σπίτι, σαραβαλιασμένο. Κι ο μαχαλάς εκείνος παλιός, από τους παλιούς μαχαλάδες στη μικρή μας πόλη. Παλιακή κ’ η θειά μας — όλα παλιά, παλιακά — λόγια, φερσίματα, ρούχα της.

Η εκκλησιά ήτανε κι αύτη παλιά. Το πρώτο της χτίσμα στα χρόνια που γράφω δε βρισκότανε πια, την είχανε ξαναχτισμένη πάνω στην παλιά κι απόμεινε τ’ όνομα της μονάχα να φανερώνει πως κάποτε ήταν εκεί μοναστήρι. Αρχιμανδρείον, αρχιμαντριό, έξω απ’ την πόλη. Έτσι —για μοναστήρι— τη γράφουν, εδώ και πεντακόσια τόσα χρόνια και τα χρονικά της πόλης αυτής που τα λέγανε Κουβαράς — «ένα βιβλίον παλαιόν, χειρόγραφον, οπού ούτε αρχήν ούτε τέλος είχεν»…
Και τυχαίνει να τη γράφουν σ’ έναν καιρό που λογής-λογής τα φουσάτα, κληρονόμοι των βυζαντινών και φράγκοι κι αρβανιτάδες από πάνω και σέρβοι από μέσα, πολεμούσαμε για το κάστρο της πόλης, να το πάρουνε για να περάσουνε παρακάτω.

Κ’ ιστορούνε τα χρονικά γι’ αυτόν τον καιρό, πως ήτανε τότε μέσα στο κάστρο της πόλης ο Μιχαήλ Αψαράς ο αφέντης του κ’ οι αρχόντοι τριγύρω του κ’ οι δεσποτάδες κ’ οι καλόγεροι και τα ‘χαν καλά με τους σέρβους που ‘τανε μέσα, μα λογαριάζανε κιόλας αυτοί —όπως κάναν και πρώτα και κάθε φορά — κ’ ίσαμε τώρα — λογάριαζαν αυτοί, σε ποιόν απ’ όλους που πολεμούσαν να τα δώσουνε τα κλειδιά του και να τον δεχτούνε κι αυτόν «υπτίαις χερσίν, μετά μεγίστων κρότων και ευφημιών», όπως ήτανε το συνήθειο τους για να κρατήσουν τα χτήματα που ‘χαν απ’ έξω, τα χρυσάφια και τα προνόμια που ‘χανε μέσα. Έξω απ’ το κάστρο και μέσα σ’ αυτό έτρεμε, πάλι των μικρών ανθρώπων το φυλλοκάρδι, αυτοί μαρτυρούσαν κ’ οι αθώες ψυχούλες χάνονταν αμέτρητες. Και τ’ αγιασμένο το χέρι του χρονογράφου που τα ‘βλεπε, έγραφε τότε τρεμάμενο, «δάκρυσι δε ταύτα γέγραφα, ου μέλανι» — δεν τα ‘γραψα με μελάνι, με τα δάκρυα μου τα ‘γραψα τούτα που γράφω…
Και γράφω τώρα κ’ εγώ τα δικά μου — συνέχεια στ παλιό κουβάρι των χρονικών, εκείνο τ’ άναρχο και δίχως τέλος βιβλίο τους.

Καθώς ο δρόμος, το καλντερίμι, στένευε εκεί, οι δυο πόρτες οι αντικριστές, του περίβολου της εκκλησιάς και της θειας μας της Αγγελικής, γίνονταν ένα είδος
σαν πύλη του μαχαλά, το διάβα. Από κει κατηφορίζανε το πρωί νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες, τεχνίτες κ’ εργάτες να παν στη δουλειά τους, οι γυναίκες για να ψωνίσουν, τα παιδιά τους για το σκολειό. Φτάνοντας στην εκκλησιά γυρνούσαν τα μάτια τους κατά κει και σταυροκοπιόνταν. Ύστερα γυρνούσανε τα μάτια τους κατά την πόρτα της θειάς μας της Αγγελικής. Καθώς μέσα στην εκκλησιά έκαιγε πάντα το καντήλι μπροστά στο κόνισμα της Παναγίας της Αρχιμαντριώτισσας, έτσι και κει στη δική της την πόρτα, χειμώνα-καλοκαίρι, το ξέραν όλοι, στεκόταν αυτή, μ’ ένα καλημέρισμα, μ’ ένα λόγο καλό για καθένα τους. Στεκόταν εκεί με τα χέρια σταυρωμένα και τους περίμενε έναν-έναν. Τους ξεπροβόδαγε μια μέρα ακόμα.
— Φτώχεια, Κυρ’ Αγγελική, τι να σου πω; — της έλεγε ο Αλέξης που κληρονόμησε το μπαρμπέρικο του πατέρα του στα χασάπικα. Ξιουρίζονται όλοι στο σπίτι, δεν πατούνε στο μαγαζί.
— Καλά με τη φτώχεια..: Μα τις πετσέτες εσύ να τις πλένεις καλά. Και να ‘χεις και μία κρεμασμένη στην πόρτα, όπως έκανε ό πατέρας σου. Να τη βλέπουν.
—Έχω, Κυρ’ Αγγελική μου, τη βλέπουν και πάλι δεν άρχονται…
Ο Πέτρος ο Μπακατσάς κατέβαινε με το σκούφο στραβά.
— Καλημέρα, Κυρ’ Αγγελική.
— Καλή σου ήμερα, Πέτρο μου… Το νου σας μονάχα μη χάνετε…
— Και για ποιο, Κυρ’ Αγγελική;
— Τα πηγάδια δε χαλάνε, Πέτρο. Ήθελε να του πει για τις γυναίκες πως είναι πηγάδια και δε χαλούν τα πηγάδια.
—Όλες, Κυρ’ Αγγελική;
—Όλες, έλεγε αυτή. Ο κουβάς μονάχα χαλάει, ήταν η γνώμη της. Έγκυρη κ’ έμπειρη.

Δεν είχε τελειώσει μ’ αυτόν και ξεπρόβαλλε ο άλλος.
— Καλημέρα  γιέ  μου… Και τι άργησες σήμερα;
Της έλεγε για ένα σφάχτη στην πλάτη που τον βασάνισε όλη τη νύχτα. Η θεια μας η Αγγελική ήξερε όλα τα φάρμακα και τα γιατροσόφια.
— Να πεις της Κούλας να σου βάλει σινάπια.
— Με ζεμάτισε όλη νύχτα με τα σινάπια της.
— Σ’ αγαπάει η καψερή και γι’ αυτό… Και να την τιμάς κ’ εσύ και να μη μεθάς.
— Και με τους παράδες τι κάνατε, ρωτούσε το Γούσια τον Καμινάρη που ‘χε τις τρεις αδερφές κ’ ήταν πάντα χρεωμένος ως τ’ αυτιά να τις θρέψει…
— Λέω σήμερα να τα κονομήσω.
— Κονόμα τα γιέ μου, να τα πληρώσετε να μη σας κάνουν κανένα κακό… Σας είχα την έγνοια.
— Φχαριστούμε, Κυρ Αγγελική, έλεγε ο φουκαράς ο Καμινάρης κ’ η καρδιά του γλυκαινότανε πρωί-πρωί, που κάποιος τους είχε την άγνοια.
— Το βράδυ που θ’ ανεβαίνεις να μου πεις.
— Θα σου φωνάξω απ’ το δρόμο…
Τις ίδιες κουβέντες που ‘χε μ’ αυτούς τους φτωχούς, τις ίδιες είχε και με τους καλούς νοικοκυραίους και τους παλιούς αρχόντους του μαχαλά της:

— Τελειώσατε με το σπίτι, Κυρ Αντώνη;
— Τα κουφώματα περνούνε τώρα. Πέντε δέκα μέρες ακόμα… Και σε καρτερούμε, Κυρ’ Αγγελική κ’ εγώ κ’ η Αλεξάνδρα, αποκρινόταν ο Αντώνιος Γωγούσης, μέγας και πολύς στο παζάρι μας, «Εδώδιμα-Αποικικά».
— Μπορώ να μην έρθω;
Η ίδια καθόταν σ’ αυτό το σαράβαλο κι ούτε κ’ έφκιαχνε ούτε άλλαζε τίποτα μέσα, όπως το βρήκε από πατέρα και πάππο και βούλιαζε έτσι μονάχο του από μέρα σε μέρα — χαιρότανε με τα σπίτια των αλλουνών:
—Ο θεός να σας το βλογήσει, Κύρ Αντώνη μου.

Τους ρωτούσε για τα βούτυρα και τα τυριά της χρονιάς που βάζανε στα κελάρια τους, για τις προίκες των κοριτσιών τους, για το βιός που μαζεύανε. Κι αυτή δεν είχε παρά μια σύνταξη τιποτένια από ‘ναν αδελφό χαμένον στη Μικρασία, κ’ ένα νοίκι, πάλι τιποτένιο, από ΄να μαγαζάκι κληρονομικό στην αγορά — ένα, πες και τίποτα. Ανύπαντρη, ολομόναχη, ήταν τόσο καλά βολεμένη μ’ αυτό το τίποτα το δικό της, που δεν ήξερε να ξεχωρίζει τι ‘ναι πλούσιος, τι ‘ναι φτωχός.
— Να τα χαρείτε με υγεία.

Ο δρόμος άδειαζε σε λίγο, όλος ο μαχαλάς φαινόταν έρημος. Φύγαν οι νοικοκυραίοι κ’ οι δουλευτάδες, πέρασαν και τα παιδιά του σκολειού. Οι γυναίκες μέσα στα σπίτια ξαναρχίσανε τον ατέλειωτο, άχαρο μόχτο τους. Αυτή μονάχα σε λίγο ξεπόρτιζε, έπαιρνε το δρόμο για τα ξένα σπίτια ή για το παζάρι.
Ήταν ένα είδος προνόμιο δικό της να μπαίνει τέτοιαν ώρα στα σπίτια των αλλουνών και να τραβάει γραμμή για το μαγειριό ή το πλυσταριό που δούλευαν οι γυναίκες, χωρίς οι πλούσιες να κακοφανίζονται μήτε κ’ οι φτωχές να σταματούν τη δουλειά τους ή να ντρέπονται για τη φτώχεια τους. Απ’ αυτή δεν ντρεπότανε, δεν είχανε τίποτα να της κρύψουν.
Κ’ ήτανε δικό της προνόμιο να παίρνει σβάρνα τα μαγαζιά, των χριστιανών και των οβραίων, να κάθεται κει δίχως να ψωνίζει, να πιάνει κουβέντα με τις γυναίκες που ψώνιζαν, να ρωτάει τους μαγαζάτορες για το καθετί. Κανένας δεν την βαριότανε, κανένας δεν την έδιωχνε κι αυτή δεν ήθελε τίποτα από κανέναν.

Δίπλα στο μεγάλο δρόμο του παζαριού, από δω κι από κει, μέσα στα στενά δρομάκια που τα λέγανε μπιζιστένια, δούλευαν οι κουδουνάδες, οι χαλκωματάδες, οι τσαρουχάδες. Οι μηχανές τους παίρνανε πια το ψωμί και πολεμούσαν ακόμα να τα βγάλουνε πέρα με τα δυο τους τα χέρια. Ήτανε παλιότερα εκεί και συρμακέσηδες πού στολίζανε τις κάπες με κλωστή συρματερή, μαλαματένια ή ασημένια, ήταν λαναράδες — και χάθηκαν ολότελα αυτοί. Κ’ ήτανε και χρυσικοί — το πλιότερο κουτσοβλάχοι, καλαρρυτινοί και συρρακιώτες — αυτοί σωθήκανε και βρίσκονται ακόμα και καμπόσοι πρόκοψαν και φημίστηκαν με τα καλά στολίδια που φκιάχνανε. Την ήξεραν όλοι.
– Καλή σου ήμερα, γιέ μου…
Σταματούσανε τη δουλειά τους να πουν δυο κουβέντες μαζί της, ν’ ανοίξει η καρδιά τους.
–  Σας χασομεράω, τους ρωτούσε καμιά φορά.
– Που δουλειές, Κυρ’ Αγγελική, να μας σταματήσεις… Κάτσε λίγο να σε δούμε που σ’ έχουμε δική μας…
Την είχαν δική τους. Απ’ την κάτω μεριά του μεγάλου δρόμου του παζαριού ήταν οι γύφτοι και οι καλαντζήδες. Κι αυτοί την ξέρανε, την είχανε δική τους κι αυτοί. Τέλειωνε μ’ αυτούς, πήγαινε ύστερα στο μεγάλο μαγαζί του Αντώνιου Γωγούση, χάζευε με την κίνηση, έπινε εκεί και τον καφέ που την κέρναγε πάντα. Την είχε δική του κι αυτός.

Όπως η Αμερσούδα του μυτιληνέικου τραγουδιού, τρία βρακιά φορούσε κι αυτή. Ειν’ αλήθεια πως ο χειμώνας ήτανε σε μας βαρύς — απίστευτα βαρύς για την Ελλάδα. Μα τα τρία βρακιά της, όπως και να το πεις, ήτανε παραπανίσια. Μια φορά αυτή συνήθισε έτσι και δεν τ’ αποχωριζότανε πια μήτε και το καλοκαίρι — τουλάχιστον τα δυο.
Ήταν απ’ έξω ένα μάλλινο, πλεχτό, ως τα γόνατα μακρύ. Από κάτου φόραγε τ’ άλλο — ένα πάνινο, λίγο μακρύτερο κ’ οι ταντέλες του —κάτι παλιακές ταντέλες του χεριού, κιτρινισμένες από τον καιρό— βγαίναν απόξω, κατέβαιναν και κάτου απ’ τα γόνατα και τις πέρναγε μέσα στις κάλτσες της. Ακόμα ένα φόραγε από μέσα. Αυτό το τρίτο δεν το είχαμε ιδεί τι λογής ήτανε.
Καθώς καθότανε με τη μάνα μας τα δειλινά του χειμώνα, σκυφτές απάνου στο μαγκάλι και της αράδιαζε κείνη τα νέα της μέρας, εμείς τρυπώναμε πίσω και γρήγορα-γρήγορα της ανασηκώναμε τη φούστα και βλέπαμε τα βρακιά της.  Καλύτερα πρέπει να πω πως ανασηκώναμε τις φούστες, γιατί κι αυτές ήταν απανωτές κι όλα της τα ρούχα παραπανιστά, μάλλινα και βαμβακερά και πάνινα, φανέλες διπλές και πουκάμισα και γιλέκα και μπλούζες κι από πάνω το φόρεμα —ένας ατέλειωτος σωρός από ρούχα και μάλλον κουρελιάρικα— πάνω στο μεγάλο, στητό ακόμα κορμί της.

Ερχόταν πολύ ταχτικά στο δικό μας το σπίτι — τρεις και τέσσερις φορές τη βδομάδα —ήταν σα να ζούσε μαζί μας. Ο ερχομός της ωστόσο ήτανε πάντα ένα μικρό πανηγύρι στο σπίτι μας. Ρωτούσε πρώτα για όλους, μπερδεύοντας αγιάτρευτα κάθε φορά τα ονόματα μας. Εμείς γελούσαμε, γελούσε τότε κ’ η μάνα μας λίγο. Τέλειωνε γρήγορα, ορθή ακόμα, με τις λιγοστές υποθέσεις που μπορούσε να βρίσκονται σε μια φαμίλια τόσο φτωχή σαν τη δική μας. Ανασήκωνε ύστερα το σωρό από τα ρούχα που φόραγε πάνω της κι από κάποια μυστηριώδικη τζέπη, κρυμμένη μέσα σ’ αυτόν τον λαβύρινθο, έβγαζε κάτι πού μας είχε φυλάξει, δυό-τρεις καραμέλες, ένα γλειφαντζούρι του δρόμου, λίγα σύκα που της είχαν περισσέψει στο σπίτι και τα κράτησε να τα φέρει.
Αφού τέλειωνε μ’ αυτή την απαραίτητη διαδικασία, ένα είδος πρωτόκολλο της επίσκεψης στο σπίτι μας με τα τόσα ορφανά, τότες έβαζε η μάνα μας το μπρίκι για τον καφέ στο μαγκάλι και καθότανε και κείνη δίπλα της. Τότες ήτανε και για μας ο πειρασμός ο μεγάλος να τα ιδούμε τα τρία βρακιά της. Αυτή μας έδιωχνε δίχως θυμό, όπως διώχνουν οι χασάπηδες τις μύγες με το φτερό, χωρίς να σταματήσει την κουβέντα της. Ήτανε μέσα σ’ αυτή την κουβέντα τα νέα της μέρας — επίκαιρα,
εξακριβωμένα — ανεξάντλητα. Τα νέα του μαχαλά της, μερικά γενικότερα νέα της πόλης, η κατάσταση των εμπόρων της άγορας — είναι φυσικό πως τα ‘ξερε όλα καταλεπτώς. Τ’ αράδιαζε ωστόσο εκεί πέρα, χωρίς τη μοχτηρία των αλλουνών, την κρυμμένη ζήλια, τις υποκρισίες και τις ηθικολογίες τους. Τα πράματα μονάχα που γίνονται. Χωρίς σχόλια. Τόσο φυσικά σαν όλα, κ’ η κακία ακόμα κ’ η αδικία, να ‘ταν όλα, αιώνια δοσμένα για την αρμονία κι αυτά της τελειωμένης στον αιώνα των αιώνων ζωής μας σ’ αυτή την πόλη.

Αργά, πολύ αργά, νύχτα πια σηκωνότανε να φύγει. Ξανακοίταζε μια φορά γύρω της. Τα πιο μικρά από μας είχαν αποκοιμηθεί, άλλο στα γόνατα της μάνας, άλλο στα δικά της τα χέρια, άλλο πάνω στους χαμηλούς σοφάδες που ζώνανε το δωμάτιο. Η μάνα μας με τη μασιά σκέπαζε τα τελευταία καρβουνάκια να βαστάξουν ως το πρωί.
Είπαμε πολλά και σώνει,
ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι,
έλεγε τότες η θειά μας η Αγγελική και σηκωνόταν.
Ήταν η κατακλείδα της καλής αυτής μέρας που ο μεγάλος της ίσκιος γιόμιζε το σπίτι μας.
Η μάνα μας την ξεπροβόδιζε ως την εξώπορτα κ’ εκεί φιλιούνταν. Εκεί την ορμήνευε πάλι για όλα όσα είχε να κάνει. Καμιά φορά ξαναγυρνούσε σε λίγο και χτυπούσε πάλι την πόρτα για να της πει κατιτίς που το ‘χε στο νου της και της ξέφυγε την τελευταία στιγμή.
Και καμιά φορά το θυμόταν ακόμα παρακάτω και βαριόταν τότε να ξαναγυρίσει — στεκόταν εκεί στη μέση του δρόμου και ξεφώνιζε δυνατά:
-Ανθή, ε, Ανθή…
—Όρσε — έτρεχε στο παράθυρο η μάνα μας για να σταματήσουν οι φωνές μέσα στη νύχτα.
— Να του βάλεις του παιδιού τη χοντρή τη φανέλα, την πλεχτή.
Ο σκοτεινός, έρημος πια δρόμος, γιόμιζε απ’ το ξεχείλισμα της στοργής της.
— Καλά-καλά, την ησύχαζε η μάνα μας απ’ το παράθυρο όσο μπορούσε σιγότερα.
Τότε έπαιρνε πια το δρόμο για το σπίτι της στον παλιό μαχαλά με την εκκλησιά τ’ Αρχιμαντριού και το δικό μας το σπίτι βυθιζότανε στον ήμερο ύπνο των ταπεινών.
Ήρθε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Η μικρή μας πόλη βρισκότανε κοντά στα σύνορα, αυτό θα πει κοντά στο μέτωπο. Τα ιταλικά αεροπλάνα έρχονταν από την αρχή και τη βομβάρδιζαν. Έτσι, μαζί με το θάνατο, το χαλασμό και το φόβο, άρχισαν γρήγορα και τ’ άλλα τα βάσανα. Οι φούρνοι δε βγάζανε ψωμί ταχτικά. Οι χωριάτες φοβόνταν τις μπόμπες, δε μπαίνανε να πουλήσουνε τίποτα. Σιγά-σιγά κ’ οι έμποροι άρχισαν και κλείναν τα μαγαζιά τους. Δεν έχουμε τίποτα να πουλήσουμε, λέγαν αυτοί. Τα κρύψαν όλα και περιμένουν τους Ιταλούς, λέγαν οι φτωχοί. Ήταν και βαρύς ο χειμώνας, δεν αργήσανε να χαθούνε τα ξύλα, τα κάρβουνα. Θάνατος, φόβος, πείνα και κρύο — ο πόλεμος.

Η θειά μας η Αγγελική έβγαινε ακόμα στην πόρτα της. Οι διαβάτες είχαν αραιώσει πολύ. Τα παιδιά δεν περνούσανε πια για το σκολειό τους, οι γυναίκες δεν κατεβαίνανε να ψωνίσουν. Οι νέοι λείπαν στο μέτωπο. Οι άντρες που μείναν, οι γεροντότεροι, κατέβαιναν το πρωί, κι όχι μαζί σαν πρώτα, κακομοιριασμένοι τώρα, κακοπαθημένοι, ξεπαγιασμένοι. Το διάβα ρήμαξε. Το ‘δε τότε κι αυτή πως δεν είχε νόημα να κατεβαίνει στην πόρτα. Έπιανε το παράθυρο και μετρούσε το κάθε βήμα που ακουγόταν στο δρόμο — χτυπάει ακόμα η καρδιά της αγαπημένης πολιτείας.

Από κει τους φώναζε, τους σταματούσε λίγο, ν’ αλλάξει δυο λόγια μαζί τους.
— Και τι κάνετε, μωρέ Γούσια;
— Τι να κάνουμε; Εγώ δε δουλεύω, το ψωμί — τα ξέρεις, κάρβουνα, τίποτα.
Τίποτα άλλο.
— Πέτρο μου — και πως είστε;
— Καλά για την ώρα. Μόνο δυστυχάμε κ’ εμείς. Πολύ δυστυχάμε.

Πάλι τα ίδια. Και με τις γυναίκες, παραπάνω στο μαχαλά της — πάλι τα ίδια.
Δυστυχούσε κι αύτη, δυστυχούσε τώρα πολύ — και πεινούσε. Μα το περνούσε κρυφά, μυστικά, σαν ένα χρέος μέσα στην κοινή δυστυχία. Δεν ζήτησε ποτέ τίποτα από κανέναν. Ποτέ δεν παραπονεύτηκε. Αν κανένας απ’ τους πιο δικούς της, της έφερνε κάτι, το δεχότανε με τα δάκρυα στα μάτια. Ύστερα το ‘παιρνε, πήγαινε στη γειτονιά και το μοίραζε. Και μήτε τις μπόμπες φοβότανε μήτε τον πόλεμο τον λογάριαζε — ζούσε ακόμα με τους δικούς της, δική τους, μια μπόρα μικρή, θα περάσει και θα γίνουν όλα όπως ήταν — θα ξαναγίνουν όλα όπως πρώτα.

Ένα πρωί με πολύ χαμηλή συγνεφιά που φαινότανε πως δεν είναι να ‘ρθουν τ’ αεροπλάνα, κατέβηκε και στάθηκε λίγο στην πόρτα της. Ήθελε να πάει στη μάνα του Αλέξη, που κληρονόμησε το μπαρμπέρικο του πατέρα του στα χασάπικα. Δεν είχε πάει στον πόλεμο — προστάτης οικογενείας, δεν τον είχαν πάρει ακόμα. Μια
μπόμπα έπεσε πάνω στο μαγαζί που καθόταν και περίμενε την πελατεία που δεν ερχόταν. Δεν βρήκαν τίποτα απ’ αυτόν. Η πετσέτα μονάχα που τον συμβούλευε αύτη είχε απομείνει κρεμασμένη στ σίδερο της ταμπέλας. Ήθελε τώρα να πάει και της ερχότανε δύσκολο.
Κάποιος κατέβαινε — στάθηκε περιμένοντας τον. Ήταν ο Κυρ Αντώνης ο Γωγούσης. Το μαγαζί του το ‘χει κλείσει κι αυτός από την αρχή, δεν κατέβαινε καθόλου, ήταν πολύς καιρός που δεν τον είδε. Χάρηκε.
— Και πως τα πάτε;
— Βάσανα, είπε αυτός. Πολλά βάσανα — κι αύτη χάρηκε τώρα ν’ ακούει πως τα ‘χουν κ’ οι πλούσιοι τα βάσανα, τα ίδια βάσανα με τους άλλους.
—  Πάμε λίγο μέσα, είπε αυτός. Έχω να σου πω. Τον πήρε μέσα, καθίσανε.
— Δεν  έχω και τίποτα να σου δώσω, είπε αυτή.
— Δεν πειράζει, πόλεμος είναι. Και που να τα ‘χεις κ’ εσύ; Ήθελε, είπε, από μέρες να ‘ρθεί, να της φέρει κάτι — με τους συναγερμούς και τις μπόμπες δε μπόρεσε. Τώρα της το ‘χε φέρει. Πάρτα, είπε, είναι από την Αλεξάντρα, μ’ έφαγε όσο να σου τα φέρω.
Ήταν ένα δέμα, μεγαλούτσικο με τροφίματα κ’ ένας μικρός τενεκές με λάδι. Τ’ άφησε δίπλα του πάνω στον παλιό καναπέ που καθότανε. Αυτή δεν είπε τίποτα, μήτε ευχαριστώ, χάρηκε μόνο πως ο δικός της ο γείτονας ο Κυρ Αντώνης ο Γωγούσης, που ‘τανε πλούσιος, είχε και βάσανα κ’ είχε και καρδιά να συλλογιέται τους άλλους.
– Μ’ ήθελες είπες, τον ρώτησε.
– Ναι – και σωπάσανε, μια σιωπή σαν κάτι να βάραινε μες στο δωμάτιο.
– Κυρ’ Αγγελική, είπε τέλος αυτός. Το ξέρεις πόσο σ’ έχουμε δική μας. Κ’ η Αλεξάντρα κ’ εγώ… Κι από πρώτα και τώρα, πάντα…
— Κ’ εγώ, είπε αυτή ταπεινά, δικούς μου σας έχω… Δεν θέλω τίποτα.
— Θέλουμε εμείς, είπε αυτός.
— Και τί μπορεί να θέλετε εσείς από μένα; Πάλι σωπάσανε.
— Οι Ιταλοί θα μπούνε σε λίγο, είπε αυτός.
— Θα μπούνε, είπε κι αυτή και της εφάνηκε μεγάλο και φοβερό πως οι Ιταλοί θα μπούνε σ’ αυτή την πόλη.
— Και φοβάμαι, Κυρ’ Αγγελική.
— Όλοι φοβούμαστε λίγο… Μα πάλι… τι θα μας κάνουνε τάχα; Δε θα μας σκοτώσουν όλους.
— Κανέναν δε θα σκοτώσουν — γιατί να σκοτώσουν; Άλλο φοβάμαι.
Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε περιμένοντας.
— Θα μας τα πάρουν όλα — να τί φοβάμαι, είπε αυτός.
—Εγώ δεν έχω, είπε αυτή. Τί να μου πάρουν;
— Και καλύτερα πού δεν έχεις… Μα για σκέψου… μια ζωή με τον ιδρώτα, με την τιμή του, ότι μάζεψε ο άνθρωπος — και σε μια στιγμή, όλα καπνός.
— Καπνός…
— Δεν τα λυπάμαι καθόλου. Ένα μονάχα. Την προίκα του κοριτσιού.
Κούνησε το κεφάλι της — καταλάβαινε και συμπονούσε — την προίκα του κοριτσιού.
— Κ’ είναι φόβος και για την προίκα;
— Μεγάλος. Ξένοι στρατιώτες θα μπούνε. Τα ξέρεις… Σωπάσανε πάλι.
— Μ’ εμπιστεύεσαι εμένα, ρώτησε τέλος αυτή.
—Αν σ’ εμπιστεύομαι εσένα… Η Αλεξάντρα το σκέφτηκε. Να μη ξέρει κανένας μονάχα.
—  Και φυσικά δε θα ξέρει. Φέρτα σε μένα, να τα βάλω στο κελάρι. Παλιακό κελάρι και σίγουρο. Να σου δώσω και το κλειδί. Έμενα ποτέ δε θα ‘ρθουν — τί να κοιτάξουν; Όλοι την ξέρουν τη φτώχεια μου.
— Το πρωί αύριο, λίγο πριν φέξει, είπε αυτός… «Έχω ένα κάρο.
— Να ‘ρθείτε.
— Ευχαριστούμε πάρα πολύ… Μεγάλο καλό μάς έκανες Κυρ’ Αγγελική. Δε θα στο ξεχάσουμε και δε θα σ’ αφήσουμε…
— Μη λες τέτοιο λόγο, μου κακοφαίνεται.

Ήταν όλη τη μέρα πολύ ευχαριστημένη. Κατέβηκε, συγύρισε το κελάρι, ασκούπιστο χρόνια, τράβηξε κάτι κιούπια παλιά στην άκρη, καθάρισε τις αράχνες που κρεμόντανε παχιές σαν κουρέλια. Ανέβηκε πάνω — δεν είχε ησυχία. Πήρε τα πράματα που της έφερε, τα χώρισε μια φορά, τα ξαναμοίρασε, πάλι τα μοίρασε αλλιώς, κατέβηκε, πήγε στη γειτονιά και τα μοίρασε — και δεν είπε από που.
Ύστερα ξαναγύρισε πήρε το λάδι και πήγε στη μάνα του Αλέξη. Ήτανε χαρούμενη και γι’ αυτό — που δεν πήγαινε μ’ άδεια χέρια.

Τα χαράματα άκουσε που χτυπούσαν — ήταν το κάρο. Κατέβηκε άνοιξε, είχε ετοιμάσει κ’ ένα κερί.
— Μην ανακατεύεσαι, δε σε χρειάζομαι τίποτα, είπε ο Γωγούσης. Ανέβα πάνω και κάτσε — κάνει και κρύο.
Έκανε κρύο στ’ αλήθεια, ανέβηκε, συγύρισε λίγο και καθόταν και περίμενε να τελειώσουν. Σε μια ώρα άκουσε τις ρόδες από το κάρο — είχανε τελειώσει, άκουσε και του Κυρ Αντώνη τα βήματα στην ξύλινη σκάλα. Κάθισε λίγο μαζί της, έβγαλε ένα σακουλάκι με καφέ και της το ‘δωσε, πάλι με πολλές ευχαριστίες και πολλές αγάπες. Αύτη του ‘δωσε το κλειδί — έφυγε. Πάλι ευχαριστίες πολλές.

Από κείνη τη μέρα αυτός περνούσε ταχτικά από το σπίτι της, είχε το κλειδί του κελαριού, κατέβαινε — τί έκανε κει, τί την ένοιαζε, ανέβαινε υστέρα, καθότανε λίγο μαζί της, πάντα της άφηνε κάτι κ’ ευχαριστίες πάντα πολλές. Ο πόλεμος τραβούσε ακόμα σε μάκρος. Οι Ιταλοί σταματηθήκαν στην Αλβανία, κολλήσανε κ’ οι δικοί μας εκεί, τα βάσανα πληθύνανε μέσα στη μικρή πόλη. Αύτη περίμενε πάντα τους λιγοστούς διαβάτες, να πει δυο λόγια μαζί τους, έτρεχε στο παράθυρο και τους σταματούσε.
— Και τι κάνετε, μωρέ Πέτρο; Είχε πάντα το σκούφο στραβά.
— Δυστυχάμε, Κυρ’ Αγγελική, τί να κάνουμε εμείς οι φτωχοί;
—Όλοι δυστυχάμε, γιέ μου…
—  Έ…, όχι και συ…
— Πως εγώ;….
Έφερε το σκούφο απ’ την άλλη μεριά του κεφαλιού του κ’ έφυγε. Τι έπαθε αυτός; Πως δε δυστυχούσε; Έκατσε όλη μέρα στο παράθυρο και περίμενε το Γούσια τον Καμινάρη που τον είχε τόσο δικό της — δεν πέρασε κείνη τη μέρα καθόλου. Το πρωί κατέβηκε από το χάραμα στην πόρτα της — στάθηκε κει και περίμενε.
— Πέτρο, τι ‘ταν ό λόγος που μου ‘πες;
— Την αλήθεια, Κυρ’ Αγγελική — όλος ο κόσμος το ξέρει.
— Ποιο μωρέ Πέτρο;
Έφερε πάλι το σκούφο απ’ την άλλη μεριά του κεφαλιού του.
—Ώχου τώρα… Το κελάρι, Κυρ’ Αγγελική, το κελάρι, ποιος τους τω ‘δωσε των φονιάδων — εγώ τους το ‘δωσα; Παράτα μας, λέω.

Απόμεινε κει στην πόρτα της. Το μυαλό της σταμάτησε, τα πόδια της κόπηκαν — τι μπορούσε να ‘ναι με το κελάρι και θύμωσε αυτός; Και το ξέρει ο κόσμος, όλος ο κόσμος, είπε. Και — παράτα μας — ο Πέτρος ο Μπακατσάς!…
Όταν σε λίγο ανέβηκε απ’ το κελάρι, το μεγάλο κορμί της ήταν σα να γκρεμίστηκε μονομιάς. Εκατό γκαζοντενεκέδες με λάδι μέσα στα κασόνια τους — η προίκα του κοριτσιού! Έπιανε και ξανάπιανε τα μάγουλα της που καίγανε, έπιανε το στόμα της να μη ξεφωνίσει τα ονόματα τους — τις γυναίκες του μαχαλά της, τους άντρες, Πέτρο μου εσύ, Γούσια μου, τους νεκρούς, Αλέξη — εγώ…

Σιγά-σιγά, σέρνοντας τα πόδια της βγήκε στην πόρτα της. Στάθηκε και κοίταξε πάνω και κάτω. Ησυχία απ’ όλουθες, σα να βούλιαξε ολάκερη η πολιτεία. Τράβηξε την πόρτα της. Οι σειρήνες σφυρίζανε συναγερμό. Δε στάθηκε. Πέρασε το δρόμο, μπήκε στον περίβολο της εκκλησίας, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Μέσα ήταν σκοτεινά — ένα καντήλι άναβε μόνο μπροστά στο κόνισμα της Παναγίας. Τα τσόκαρα της κροτάλισαν ξερά, κρύα, πάνω στις πλάκες της εκκλησίας. Γονάτισε μπροστά στο κόνισμα.
—  Παναγία μου Αρχιμαντριώτισσα… Εγώ είμαι. Η Αγγελική που κάθομαι αγνάντια. Εξήντα χρόνια.
Με ξέρεις. Κι όλους τους ξέρεις που κάθονται εδώ, τους ξέρεις τον καθένα με τ’ όνομα του. Τώρα δεν έχουν να φαν, να ζεσταθούν, δεν έχουν που να κρυφτούν… Οι φτωχοί…
Ακούστηκαν οι πρώτες μπόμπες που πέσαν. Τα πολυβόλα κροτάλιζαν, άρχισαν και τα κανόνια. Αυτή καθόταν γονατισμένη μπροστά στο κόνισμα.
— Οι φτωχοί…
Ένας τρομερός κρότος συντάραξε την εκκλησιά. Τζάμια πέσαν απ’ τη δεξιά μεριά και κατακομματιαστήκαν στις πλάκες. Ο πολυέλαιος πηγαινοερχόταν κάτω απ’ το θόλο. Το καντήλι μπροστά στο κόνισμα σβήστηκε. Αυτή δεν σηκώθηκε.
—Συχώρεσε με, εγώ δεν τους ήξερα — δεν ήξερα εγώ πλούσιοι και φτωχοί. Είδα. κ’ ήρθα να σου το πω…

Σηκώθηκε. Έκανε το σταυρό της – δεν έκλαιγε.
Έκλεισε την πόρτα της εκκλησίας και ξαναβγήκε στο δρόμο. Είδε το σπίτι της, απείραχτο απ’ τη μπόμπα που ‘χε πέσει πιο πέρα. Τράβηξε τον ανήφορο για το μαχαλά. Οι σειρήνες σφυρίζανε λήξη.
Στην πλατεία του μαχαλά οι γυναίκες ήταν μαζωμένες πάλι, κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι. Αυτή κάθισε στην άκρη, σ’ ένα πεζούλι, ασάλευτη, αδάκρυτη. Οι γυναίκες την κοιτούσαν — η αγαπημένη μορφή της είχε ρουφηχτεί, τα χρόνια, τα βάσανα τη σημάδευαν τώρα. Τις κοίταξε κι αυτή – τα μάτια της γλυκάθηκαν λίγο.
– Να με συγχωράτε, τους είπε. Εγώ δεν ήξερα τίποτα – δεν ήξερα τίποτα τι πλούσιος τι φτωχός… Και για το κελάρι, δεν ήξερα…
Σηκώθηκε, τους ξανακοίταξε δλους, χάιδεψε ενός παιδιού το κεφάλι, σταύρωσε τα χέρια της μέσα στο σάλι και πήρε αργά τον κατήφορο για το σπίτι της. Στην πόρτα στάθηκε, κοίταξε πάλι πάνω και κάτω το δρόμο.
Ήταν έρημος πάλι.
Μπήκε σπίτι της και ποτέ πια δε βγήκε από κει.
Έπεσε στο στρώμα. Εμείς τρέχαμε και της δίναμε λίγο φαΐ, πήγαινε κι ο Πέτρος ο Μπακατσάς, ο Γούσιας, οι γυναίκες του μαχαλά – όλοι οι δικοί της.
Ο Κυρ Αντώνης ο Γωγούσης έφερε την αστυνομία και σήκωσε τα λάδια του γιατί ο Πέτρος φώναζε πολύ, πως θα σπάσουνε το κελάρι να τα μοιράσουν στον κόσμο.

Τότες έκλεισε τα μάτια της, ήσυχη πια και λευτερωμένη. Πριν ιδεί τους Ιταλούς να μπαίνουν στην πόλη, τους Γερμανούς και τ’ άλλα που γίναν κατόπι, τη συνέχεια των Μιχαήλ Αψαράδων. Την πήραμε εμείς με τη μάνα μας κ’ οι φτωχοί του μαχαλά της και τη θάψαμε στο πέρα νεκροταφείο — στην πλευρά των απόρων.

Το διήγημα του Δημήτρη Χατζή, «η θειά μας η Αγγελική» βρίσκεται στο βιβλίο του, «Το τέλος της μικρής μας πόλης».