Ετικέτες

, ,

Του Γεωργίου Χατζή-Πελλερέν

Φίλος μου δικαστικός, ενθουσιασμένος εξαιρετικώς με την αστυνομία των πόλεων μου έπλεκε χτες τον πανηγυρικόν της.

– Τις τον Ηρακλέα ψέγει; Τον διεκόψαμεν.

– Κανείς, μας απάντησεν. Αλλ’ εγώ αιτώ Αρκαδίην.

– Δηλαδή;

– Να ήρχετο και εις Ιωάννινα η Αστυνομία των Πόλεων.

Έχω το ατύχημα να μη συγκρατώ αρνητικά κινήματα, όταν ακούω κάτι που δεν συμμερίζομαι.

Να εξηγηθώ, μου είπεν. Δεν εννοώ βεβαίως την δημόσιαν ασφάλειαν, καταδίωξιν ληστών κ.λ.π.΄Αλλ’ έχω την ιδέαν ότι μια τιαύτη αστυνομία πόλεων θα εξόπλιζε με τας διατάξεις της την πόλιν, θα εδίδασκε καθαριότητα, τάξιν τους πολίτας…

– Είπατε τους πολίτας; Ηρώτησεν ο Πολύκαρπος.

-Μάλιστα τους πολίτας. Μήπως δεν συμφωνείτε;

Ωμιλούσαμεν εις ένα διαδρομόν των δικαστικών μεγάρων κι ο Πολύκαρπος τετράκις είχε βγάλει από την τσέπην του αρωματισμένον μανδήλιον: Ακέρηες φκυαριές χώματα, σκόνες, παλιόχαρτα, ακαθαρσίες διάφορες ήσαν ολόγυρα μας: Παληοσαράβαλον χάνι έρημον από ανθρώπους από χρόνια παρά δημόσιον τόπον δημοσίων υπηρεσιών ενεθύμιζεν η ολόγυρα βρώμα κι ασκουπισία. Κι από μιαν ανοικτήν θύραν μιας αιθούσης δικαστηρίου, ως ακάθαρτος πυκνός αφρός, επί των γωνιών του τοίχου αι αράχνες είχαν απλώσει, τις οίδεν από πόσων καιρών, πλατειές αιωρούμενες σφαλαγκωνιές,. Με κακεντρέχειαν εγέλασεν ο Πολύκαρπος κι έδειξε με το χέρι μιαν ταλαντευόμενην, ως πλατυμάνδηλον  ακάθαρτον και λερόν:

– Επιμένετε λοιπόν να νομίζεται ότι η αστυνομία των πόλεων θα μάθει ειδικώς τους πολίτας τάξιν και καθαριότητα;

– Βεβαίως.

– Ούτε εξεπίτηδες νάχε γίνει η ιστορία εκείνη του Κατή και τιυ Εβραίου δεν θάχε τόσην εφαρμογήν στα λόγια σας.

– Δηλαδή.

– Χωροφύλακας Τούρκος είχε βάλει στο μάτι μαγαζάτορα Εβραίον και τον έφερνε βόλτα να του βρει αφορμήν να τον τραβήξει στο πταίσμα. Έξυπνος ο δυστυχής Εβραίος είχε τα μάτια του τέσσερα και στον τενεκέ τα σκουπίδια, έξω από το μαγαζί του, και στο πεζοδρόμι, και στα ρείθρα –δεν ξέρω αν ασβέστωναν και τότες- και σ’ όλα. Αλλά που να πάει ο νους πόσον το εκδικητικόν μάτι του χωροφύλακα τον καταδίωκεν! Ένα πρωί λοιπόν αγριωπός ο χωροφύλακας εισέβαλε στο μαγαζί του Εβραίου:

– Τ’ είναι αυτό βρε του λέει εκεί πάνω; Τι μουρταριές είναι αυτές εδώ μέσα στο μαγαζί σου; Πάμε στον Κατήν.

– Και τον έσυρε στο Πταίσμα, σένα δωμάτιον, σαν αυτό αγνάντια μας, καλή ώρα. Διεπιστώθη ότι στο μαγαζί του Εβραίου εκρέμετο μια σφαλαγκωνιά.

– Ήταν μεγάλη, μωρέ Εβραίε; Ρώτησεν ο Κατής.

Έφερε γύρα τα μάτια ο δυστυχής Εβραίος μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, εσήκωσεν το δάκτυλο κι έδειξε μια γωνιά του τοίχου λέγοντας:

– Ούτε μισή κατή εφέντη μ’ από ‘κείνην εκεί απάνω….

 

Η ιστορία  « Η σφαλαγκωνιά του Εβραίου» δημοσιεύτηκε την Κυριακή 8 Μάιου 1927 στην τοπική εφημερίδα «Ήπειρος», στην στήλη «Ιστορίες δίχως ιστορίαν».