Ετικέτες

Του Αντώνη Τσεπέλη

Ήταν κάτι καλοκαιριάτικες νύχτες με φεγγάρι, γεμάτες μαγεία κι ομορφιά. Νύχτες μοναδικές, υπέροχες, που τις ζούσες στη δροσερή αίθουσα κάποιου θερινού κινηματογράφου. Που μοσχοβολούσε απ’ τα αμέτρητα και πολύχρωμα λουλούδια, που στόλιζαν τους καφασωτούς ψηλούς τοίχους και την κάτασπρη οθόνη. Η μικρή μας γραφική τότε πόλη, με τους λιγοστούς ανάλογα κατοίκους, πρόσφερε τη γνωστή λιτή διασκέδαση. Για τους μικρούς, ένα καλό έργο στο θερινό σινεμά που προτιμούσες, ήταν ό,τι έπρεπε, Η απογευματινή παράσταση παίζονταν θαρρείς για τα παιδιά, που γέμιζαν, κυρίως τις Κυριακές, τις αίθουσες των κινηματογράφων. Η βραδινή παράσταση αποτελούσε για τους μεγάλους πια ένα ευχάριστο κοσμικό γεγονός.

Γι’ αυτούς δεν τέλειωνε η νύχτα. Συνέχιζαν τη διασκέδαση μ1 ένα παγωτό στα ζαχαροπλαστεία της πλατείας, ή ακόμα μ1 ένα ξεφάντωμα, με φαγητό και χορό σε κάποια υπαίθρια κοσμική ταβέρνα. Μπορούσες να διαλέξεις την ταινία του γούστου σου, ανάμεσα από πέντε καλοκαιρινούς κινηματογράφους.

Πρώτα-πρώτα ήταν ο «ΕΣΠΕΡΟΣ». Ο μεγαλύτερος απ’ όλους. Διέθετε τεράστια πλατεία κι ένα μεγάλο υπερυψωμένο χώρο για μπαρ. Είχε τραπεζάκια και καρέκλες κι οι θεατές μαζί με την ταινία απολάμβαναν και το κρύο ούζο ή το αναψυκτικό τους. Κι ένας μεγάλος πλάτανος πρόσφερε τη δροσιά του στους θαμώνες. Η θέα προς τη λίμνη ήταν μοναδική. Ανάμεσα απ’ τα καταπράσινα δένδρα και τα λουλούδια, έβλεπες τη λίμνη με τα ασημένια νερά της και το φεγγάρι να παίζει τρελά παιχνίδια στο ολονύχτιο ταξίδι του με τα σύννεφα. Επιχειρηματίας ήταν ο Χριστόφορος Κωσταδήμας. Σήμερα στη θέση του χτίστηκε το δικαστικό μέγαρο. Κι απόμεινε μόνο ο πλάτανος, που κι αυτός σώθηκε ύστερα από αγώνες, να θυμίζει μια παλιά εποχή, που έφυγε για πάντα.

Ακριβώς απέναντι, λειτουργούσε η «ΤΙΤΑΝΙΑ», του ρέκτη επιχειρηματία Κώστα Μπίτα. Ένας μικρός κουκλίστικος θερινός κινηματογράφος, πνιγμένος στα γιασεμιά, στο αγιόκλημα και στα τριαντάφυλλα. Που ανέδυαν ένα γλυκό και μεθυστικό άρωμα, ενώ οι υπέροχες φωνές του Μαρούδα, του Πολυμερή, της Βέμπο, της Νικολαΐδου και τόσων άλλων γέμιζαν την ατμόσφαιρα με γνωστές μελωδίες. Ήταν όλα τόσο όμορφα, ώστε δεν δυσανασχετούσαν οι θεατές, όταν ο μηχανικός της καμπίνας, τρενάριζε την προβολή της ταινίας κι έδειχνε τα επίκαιρα και τις ταινίες που θα προβάλλονταν προσεχώς. Κι αυτό για να πέσει καλά το σκοτάδι και ν’ απολαύσουν οι θεατές όσο γίνονταν καλύτερη εικόνα. Αυτός ο όμορφος θερινός κινηματογράφος στοίχειωσε τώρα κάτω απ’ το Βάρος των πολυάριθμων γραφείων μιας πολυόροφης κι ακαλαίσθητης πολυκατοικίας.

Λίγο πιο κάτω υπήρχε ο «ΟΡΦΕΑΣ» των αδελφών Τοσκάνη. Μεγάλος κι αυτός κινηματογράφος, με πολύ καλή θέση στο κέντρο της πλατείας. Διέθετε -όπως όλοι- ένα άνετο, ξεχωριστό μπαρ για τους μερακλήδες. Πολλές φορές η τσίκνα απ’ τους μεζέδες που ετοίμαζαν στην κουζίνα, έφθανε μέχρι την πλατεία. Είχε μεγάλη σκηνή, με καμαρίνια στο πίσω μέρος. Κάτι που διευκόλυνε τους ευκαιριακούς θιάσους των Αθηνών να παρουσιάσουν στο μεσοκαλόκαιρο μια υποφερτή θεατρική παράσταση. Πολλές φορές, τα τελευταία χρόνια νοικιάζονταν ο σινεμάς για κάποιο πολιτικό λόγο, σε προεκλογική περίοδο. Και γέμιζε η αίθουσα και ο χώρος μπροστά στην πλατεία από οπαδούς κι όλα βούιζαν από τα συνθήματα που έβγαζαν τα δυνατά μεγάφωνα. Στα μάτια μου έχω ακόμη τη συμπαθητική μορφή του Κώστα, που ντυμένος με γερμανική στολή διαφήμιζε το πετυχημένο έργο του Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Και χειρονομούσε μπροστά στον κινηματογράφο κι όλο χαιρετούσε με το γνωστό ναζιστικό τρόπο «Χάϊλ Χίτλερ!» Κι η μαρίδα να τον έχει περικυκλωμένο και να τον περιεργάζεται από κοντά, χωρίς να τον πειράζει. Κατά κάποιο τρόπο ο «ΟΡΦΕΑΣ» σώθηκε. Δεν λειτουργεί βέβαια ως κινηματογράφος σήμερα. Μεταβλήθηκε σε πάρκινγκ αυτοκινήτων. Τι κατάντια αλήθεια! Έμαθα ότι κρίθηκε διατηρητέος. Αυτό βοήθησε στη σωτηρία του. Ίσως και να μη συμφώνησαν οι πολλοί συνιδιοκτήτες του, για να τον δώσουν για αντιπαροχή. Για άλλη μια πολυκατοικία, μια πολυκατοικία που θα μας έπνιγε, θα μας έπαιρνε την ανάσα.

Στην αρχή της οδού Αβέρωφ, δεξιά όπως κατεβαίνουμε ήταν η «ΚΥΠΡΟΣ». Την εκμετάλλευση του πολύ μικρού αυτού θερινού σινεμά, νομίζω την είχε αναλάβει ο Κ. Μπούσης. Ήταν ακριβώς δίπλα απ’ τον παλιό χειμερινό στρατιωτικό κινηματογράφο. Όλο το κτιριακό συγκρότημα ήταν υπερυψωμένο και χρειάζονταν ν’ ανέβεις κάμποσα σκαλοπάτια, για να τον φθάσεις. Είχε μικρή χωρητικότητα σε θεατές, έφερνε όμως καλά έργα, έτσι που κάθε βράδυ ήταν φίσκα από κόσμο. Όπως ήταν επόμενο, τον έφαγε κι αυτόν η εξέλιξη, η πρόοδος, η μανία των οικοπεδοφάγων. Για χρόνια, πέτρα σε πέτρα, κτίζονταν η Εθνική Τράπεζα και τον πλάκωσε. Σαν ένα τεράστιο μνήμα, που «σκέπασε» τις υπέροχες νύχτες, που δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν.

Δίπλα απ’ το ξενοδοχειακό συγκρότημα του «ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ», οι αδελφοί Σουρέλη είχαν διαμορφώσει με επιμέλεια ένα άνετο χώρο, όπου «στεγάζονταν» ο ομώνυμος θερινός κινηματογράφος. Δεν ήταν καθόλου απομονωμένος. Μάλιστα είχε πάρει ένα πολύ μεγάλο μέρος απ’ την κίνηση της πλατείας. Και κάθε βράδυ η περιοχή έσφυζε από κίνηση, από περιπατητές. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που η σύγχρονη προβολή κάποιας ταινίας με τις αθηναϊκές αίθουσες, δημιουργούσε αδιαχώρητο στους δρόμους και ουρές στο ταμείο.

Αξέχαστα χρόνια, λοιπόν, που πέρασαν χωρίς επιστροφή. Κι άφησαν μόνο γλυκές αναμνήσεις από κάποιες τυχαίες συναντήσεις με αγαπημένα πρόσωπα, στην αίθουσα του θερινού σινεμά. Που αποσπούσαν το βλέμμα σου απ’ την οθόνη κι έχανες τη συνέχεια του έργου, κι όλο ρωτούσες το φίλο σου ή το διπλανό σου για την υπόθεση. Πόσες αλήθεια ταινίες χαρήκαμε στους θερινούς σινεμάδες! «Τα ρόδα του Απρίλη», με τον Νέλσων Έντυ και τη Ζανέτ Μακντόλαντ. Το «Αίμα και Άμμος», με τον Τάϋρον Πάουερ. Το «Ας την κρίνει ο Θεός» με την Τζιν Τίρνεϋ. «Ο σκλάβος που δεν λύγισε ποτέ» με τον Μπαρτ Λάγκαστερ. «Όσα παίρνει ο άνεμος» με τον Κλαρκ Γκέιμπλ και την Βίβιαν Λη. Όλες τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν, του Σαρλώ. Τις ανεπανάληπτες κωμωδίες του Χονδρού-Λιγνού. Τις περιπέτειες του Ταρζάν, που μας καθήλωναν, τον όμορφο γιο του, την πιστή σύντροφο του Τζέιν και την «Τσίτα» με τις γκριμάτσες και την μοναδική εξυπνάδα της. Το ηρωικό υποβρύχιο «Παπανικολής», με το Λάμπρο Κωνσταντάρα. Τις χωρίς προηγούμενο επιτυχίες της αγαπημένης Αλίκης Βουγιουκλάκη, που τόσο ξαφνικά έσβησε το γέλιο της. Τα πράσινα μάτια της αλησμόνητης Τζένης Καρέζη. Τις γεμάτες τραγικό χιούμορ κωμωδίες του Λογοθετίδη, με τις κάλπικες λίρες. Τα τρικλίσματα του μπεκρή Ορέστη Μακρή και τα παθήματα του Αυλωνίτη, όταν ήθελε να παντρέψει την αδελφή του Γεωργία Βασιλειάδου. Ακόμα τις απίθανες εκφράσεις του «αχόρταγου» Γκιωνάκη, τις απροσδόκητες αττάκες του «γίγαντα» Ρί-ζου. Τους ατέλειωτους έρωτες του Μπάρκουλη, του Κακκαβά, του Χορν, του Αλεξανδράκη και του «μικρασιάτη» Νίκου Ξανθόπουλου.

Ταινίες, που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή και ψυχαγώγησαν την τυχερή γενιά μου. Ταινίες που δεν τις άγγιξε ο χρόνος. Κι επαναλαμβάνονται τώρα δεκάδες φορές στα διάφορα κανάλια της τηλεόρασης, ανεβάζοντας στα ύψη την ακροαματικότητα της μικρής οθόνης. Αυτής της πανούργας, που τόσο αστόχαστα «σκότωσε» τη μεγάλη μάνα της κι ανάγκασε να κλείσουν τα αγαπημένα θερινά σινεμά…

Σήμερα στην πόλη μας δεν λειτουργεί κανένας θερινός κινηματογράφος. Στην Αθήνα λειτουργούν τώρα είκοσι δύο και στην επαρχία γύρω στους σαράντα. Όλοι τους με τη Βοήθεια και τη συμπαράσταση των Δήμων και με επιχορήγηση στα εισιτήρια και τις ταινίες του Υπουργείου Πολιτισμού. Στο δικό μας Δήμο θα βρεθούν άραγε μερικοί ευαίσθητοι άνθρωποι; Απ’ αυτούς τουλάχιστον που έζησαν κι αγάπησαν το θερινό σινεμά; Να αναπτύξουν κάποια πρωτοβουλία με μεράκι, όπως έκαναν τόσοι άλλοι ακόμα στην Άρτα, στην Κόνιτσα. Ν’ ανοίξει και στην πόλη μας ένας θερινός σινεμάς, που τόσο τον έχουμε όλοι μας ανάγκη. Έτσι, για να τους διευκολύνω, θα τους πρότεινα τον «ΟΡΦΕΑ». Που είναι σχεδόν έτοιμος να λειτουργήσει. Με τη μηχανή έτοιμη να πάρει μπροστά στην κλειστή τώρα καμπίνα…

Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Α. Τσεπέλη, «Ταξίδι στον Νόστο»